Η Αμερικανική Εταιρεία Διαιτολογίας (American Dietetic Association,
ADA) εξέδωσε την τελευταία επίσημη θέση σε ότι αφορά τις χορτοφαγικές
(vegetarian) και τις αποκλειστικά χορτοφαγικές (vegan) δίαιτες.
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως μια τέτοια διατροφή είναι υγιεινή, διατροφικά επαρκής και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη και θεραπεία αρκετών ασθενειών, εάν είναι καλά σχεδιασμένη. Υπό αυτό το πρίσμα, μια χορτοφαγική δίαιτα (vegetarian) κρίνεται κατάλληλη για όλες τις ηλικίες και ιδιαιτερότητες σε ένα πλυθησμό, περιλαμβάνοντας την περίοδο της κύησης, γαλουχίας, προχωρημένης βρεφικής ηλικίας, σχολικής ηλικίας, εφηβείας, ακόμα και για τους αθλητές.
Μια χορτοφαγική διατροφή ορίζεται ως αυτή που δεν περιλαμβάνει το κρέας (συμπεριλαμβανομένων των πτηνών) ή τα θαλασσινά, ή τα προϊόντα που περιέχουν αυτά τα τρόφιμα. Η παρούσα επίσημη θέση αναθεωρεί τα τρέχοντα στοιχεία για βασικές θρεπτικές ουσίες που -θεωρητικά- εκλείπουν στους χορτοφάγους, δηλαδή σε ότι αφορά στην πρωτεΐνη, τα ω-3 λιπαρά οξέα, το σίδηρο, τον ψευδάργυρο, το ιώδιο, το ασβέστιο, και τις βιταμίνες D και B12. Μια χορτοφαγική λοιπόν διατροφή μπορεί να καλύψει τις τρέχουσες συστάσεις για τις παραπάνω θρεπτικές ουσίες.
Σε μερικές περιπτώσεις βέβαια, τα συμπληρώματα ή τα ενισχυμένα τρόφιμα μπορούν να παρέχουν τις χρήσιμες ποσότητες βασικών θρεπτικών ουσιών, όταν η δίαιτα αυτή δεν είναι καλά σχεδιασμένη. Ακόμα, μια εμπεριστατωμένη αναθεώρηση έδειξε ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της εγκυμοσύνης και μάλιστα, να συμβάλουν στην υγεία της μητέρας και του βρέφους. Επιπλέον φάνηκε πως μια χορτοφαγική διατροφή συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο του θανάτου από ισχαιμικές καρδιακές παθήσεις.
Οι χορτοφάγοι εμφανίζονται επίσης να έχουν χαμηλότερα επίπεδα ‘κακής’ χοληστερόλης (LDL), χαμηλότερη πίεση αίματος και χαμηλότερα ποσοστά υπέρτασης και περιστατικών διαβήτη τύπου 2, από ότι οι μη χορτοφάγοι. Επιπλέον, οι χορτοφάγοι τείνουν να έχουν έναν χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) και χαμηλότερο ρίσκο εμφάνισης καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση όμως, κρίνεται απαραίτητη η αξιολόγηση της διαιτητικής επάρκειας μιας χορτοφαγικής δίαιτας, ώστε αυτή να μην οδηγήσει σε βασικές ελλείψεις και αντίθετα αποτελέσματα.
Και, πέρα από αυτό, οι ειδικοί υγείας και διατροφής πρέπει να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην εκπαίδευση των χορτοφάγων για τις πηγές συγκεκριμένων θρεπτικών ουσιών, αγοράς και προετοιμασίας τροφίμων και διαιτητικών τροποποιήσεων για μια βέλτιστη χορτοφαγική διατροφή. Σύντομα θα ακολουθήσει κι άλλο αναλυτικό άρθρο για τις επιμέρους λεπτομέρειες, διατροφικές μεταβλητές, συνδυασμούς και τακτικές χορτοφαγικής διατροφής ώστε να εξασφαλιστούν όλα τα παραπάνω.
http://www.iatronet.gr/article.asp?art_id=10460
Το πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως μια τέτοια διατροφή είναι υγιεινή, διατροφικά επαρκής και μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη και θεραπεία αρκετών ασθενειών, εάν είναι καλά σχεδιασμένη. Υπό αυτό το πρίσμα, μια χορτοφαγική δίαιτα (vegetarian) κρίνεται κατάλληλη για όλες τις ηλικίες και ιδιαιτερότητες σε ένα πλυθησμό, περιλαμβάνοντας την περίοδο της κύησης, γαλουχίας, προχωρημένης βρεφικής ηλικίας, σχολικής ηλικίας, εφηβείας, ακόμα και για τους αθλητές.
Μια χορτοφαγική διατροφή ορίζεται ως αυτή που δεν περιλαμβάνει το κρέας (συμπεριλαμβανομένων των πτηνών) ή τα θαλασσινά, ή τα προϊόντα που περιέχουν αυτά τα τρόφιμα. Η παρούσα επίσημη θέση αναθεωρεί τα τρέχοντα στοιχεία για βασικές θρεπτικές ουσίες που -θεωρητικά- εκλείπουν στους χορτοφάγους, δηλαδή σε ότι αφορά στην πρωτεΐνη, τα ω-3 λιπαρά οξέα, το σίδηρο, τον ψευδάργυρο, το ιώδιο, το ασβέστιο, και τις βιταμίνες D και B12. Μια χορτοφαγική λοιπόν διατροφή μπορεί να καλύψει τις τρέχουσες συστάσεις για τις παραπάνω θρεπτικές ουσίες.
Σε μερικές περιπτώσεις βέβαια, τα συμπληρώματα ή τα ενισχυμένα τρόφιμα μπορούν να παρέχουν τις χρήσιμες ποσότητες βασικών θρεπτικών ουσιών, όταν η δίαιτα αυτή δεν είναι καλά σχεδιασμένη. Ακόμα, μια εμπεριστατωμένη αναθεώρηση έδειξε ότι οι χορτοφαγικές δίαιτες μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της εγκυμοσύνης και μάλιστα, να συμβάλουν στην υγεία της μητέρας και του βρέφους. Επιπλέον φάνηκε πως μια χορτοφαγική διατροφή συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο του θανάτου από ισχαιμικές καρδιακές παθήσεις.
Οι χορτοφάγοι εμφανίζονται επίσης να έχουν χαμηλότερα επίπεδα ‘κακής’ χοληστερόλης (LDL), χαμηλότερη πίεση αίματος και χαμηλότερα ποσοστά υπέρτασης και περιστατικών διαβήτη τύπου 2, από ότι οι μη χορτοφάγοι. Επιπλέον, οι χορτοφάγοι τείνουν να έχουν έναν χαμηλότερο δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) και χαμηλότερο ρίσκο εμφάνισης καρκίνου. Σε κάθε περίπτωση όμως, κρίνεται απαραίτητη η αξιολόγηση της διαιτητικής επάρκειας μιας χορτοφαγικής δίαιτας, ώστε αυτή να μην οδηγήσει σε βασικές ελλείψεις και αντίθετα αποτελέσματα.
Και, πέρα από αυτό, οι ειδικοί υγείας και διατροφής πρέπει να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην εκπαίδευση των χορτοφάγων για τις πηγές συγκεκριμένων θρεπτικών ουσιών, αγοράς και προετοιμασίας τροφίμων και διαιτητικών τροποποιήσεων για μια βέλτιστη χορτοφαγική διατροφή. Σύντομα θα ακολουθήσει κι άλλο αναλυτικό άρθρο για τις επιμέρους λεπτομέρειες, διατροφικές μεταβλητές, συνδυασμούς και τακτικές χορτοφαγικής διατροφής ώστε να εξασφαλιστούν όλα τα παραπάνω.
http://www.iatronet.gr/article.asp?art_id=10460
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου